- καθιστιώ
- καθιστιῶ, -άω, (Α)επιγρ. δαπανώ για την τέλεση εορτών, συμποσίων, πανηγύρεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. καθιστιώ < καθεστιώ (με αφομοίωση) < κατ(α)-* + ἑστιῶ (< ἑστία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθιστίασις — καθιστίασις, ἡ (Α) [καθιστιῶ] επιγρ. η δαπάνη για τέλεση εορτής, συμποσίου, ευωχίας … Dictionary of Greek